- τρανολαλώ
- Νμιλώ με υψωμένο τον τόνο τής φωνής μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρανός + λαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. τρανολαλέω, -ῶ, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek